- υποπολιτεύομαι
- Α(αποθ.) ρυθμίζω την πολιτική διαγωγή μου σύμφωνα με το συμφέρον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + πολιτεύομαι «κυβερνώ, διοικώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπολιτευόμενος — ὑποπολιτεύομαι make one s measures subservient to pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)